ανορθογραφώ

ανορθογραφώ
-ησα, κάνω ορθογραφικά λάθη: Ανορθογραφούσε, αλλά δεν έκανε καμιά προσπάθεια να βελτιωθεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανορθογραφώ — ( έω) κάνω ορθογραφικά σφάλματα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”